- ὑδροδρόμος
- ὑδρο-δρόμος, ον,A running in water, i. e. swimming, Orph.H.24.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υδροδρόμος — ον, Α αυτός που κινείται μέσα στο νερό, αυτός που κολυμπά. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) + δρόμος (πρβλ. μαραθωνο δρόμος)] … Dictionary of Greek